κατηγορία

κατηγορία
Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς (κατά το ποινικό δίκαιο) καθώς επίσης τη σχέση του οφειλέτη προς τον δανειστή του (κατά το αστικό δίκαιο). (Φιλοσ.)Η φιλοσοφική έννοια των κ. αναφέρεται στις γενικότατες και πιο θεμελιώδεις τάξεις στις οποίες μπορούν να υπαχθούν όλοι οι δυνατοί χαρακτηρισμοί που αποδίδουν ένα κατηγόρημα σε ένα υποκείμενο. Κατά τον Αριστοτέλη, οι κ. είναι δέκα (κατά την πληρέστερη απαρίθμηση που βρίσκεται στα έργα του και στην οποία πρέπει να βασιστούμε, γιατί ο Πλάτων, αν και μιλά για κοινά γένη, αγνοεί τον όρο κ. με αυτή την έννοια): ουσία, ποσόν, ποιόν, σχέση, τόπος, χρόνος, θέση, έχειν, ποιείν, πάσχειν. Ο Αριστοτέλης δεν διευκρινίζει το κριτήριο βάσει του οποίου καθορίστηκε αυτή η σειρά· έτσι, ο Καντ τη χαρακτηρίζει ραψωδική, γιατί δεν συνάγεται και δεν δικαιολογείται βάσει μιας αρχής, ενώ άλλοι στοχαστές διατύπωσαν διάφορες υποθέσεις για να ανακαλύψουν αυτή την αρχή (o Τρεντέλενμπουργκ, για παράδειγμα, υποστήριξε την άποψη ότι οι κ. προέρχονται από την ταξινόμηση των μερών του λόγου). Σήμερα σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι οι κ. προέρχονται από τη δομή της γλώσσας και του διαλόγου, δηλαδή ότι συνιστούν ταξινόμηση όλων των δυνατών απαντήσεων στην ερώτηση για την πραγματικότητα ενός πράγματος. Για παράδειγμα, στην ερώτηση «Τι είναι ο άνθρωπος;», οι απαντήσεις «Είναι μια πραγματικότητα (ουσία), είναι μεγάλος (ποσόν), είναι καλός (ποιόν) κλπ.» συνιστούν δυνατές απαντήσεις, εφόσον αντανακλούν στο λογικό-γλωσσικό επίπεδο την πραγματική ενότητα της ουσίας και των κατά συμβεβηκός κατηγορημάτων της. Οπωσδήποτε, ο αριστοτελικός πίνακας των κ. συζητήθηκε ποικιλοτρόπως και τροποποιήθηκε κατά τους επόμενους αιώνες. Ήδη οι στωικοί τις είχαν περιορίσει σε τέσσερις και ο Πορφύριος είχε διαμορφώσει ένα αρκετά περίπλοκο σχήμα «το δέντρο του Πορφυρίου». Ο Πλωτίνος επίσης επέκρινε τον αριστοτελικό πίνακα και πρότεινε έναν δικό του. Στον Μεσαίωνα o Όκαμ τις περιόρισε σε τρεις, ενώ με τον Λούλιο σημειώθηκε επιστροφή στον αριστοτελικό πίνακα, τον οποίο δεχόταν άλλωστε όλη η θωμιστική (Θωμάς Ακινάτης) παράδοση. Στην Αναγέννηση έγιναν πολλές συζητήσεις μεταξύ αριστοτελικών και αντιαριστοτελικών: ο αριστοτελικός πίνακας φαίνεται ότι έγινε δεκτός από φιλοσόφους όπως οι Καμπανέλα, Βάκων, Χομπς, ενώ απορρίφθηκε ή αποσιωπήθηκε από την καρτεσιανή (Ντεκάρ) και τη βολφιανή (Βολφ) παράδοση. Αργότερα με το θέμα ασχολήθηκε ο Καντ, στον οποίο συναντώνται όχι μόνο οι πολεμικές σχετικά με τον αριστοτελικό πίνακα αλλά και όλες οι συζητήσεις που διεξήχθησαν τον 17o και τον 18o αι., με αντικείμενο την αντίθεση μεταξύ λογικοκρατίας και εμπειρισμού – γύρω από την ουσία, τα χαρακτηριστικά της, τους τρόπους της και, προπάντων, γύρω από τις απλές ιδέες (ή μη αναλυόμενες έννοιες), την ταξινόμησή τους και τον συνδυασμό τους στις σύνθετες ιδέες γενικά, γύρω από τον τρόπο που η σκέψη σχηματίζει έννοιες.
* * *
και κατηγόρια και κατηγοριά η (AM κατηγορία)
1. η αιτίαση εναντίον κάποιου για αξιόποινη ή αξιόμεμπτη πράξη, καταλογισμός ενοχής, μομφή, ενοχοποίηση (α. «μάρτυρας κατηγορίας» — ο μάρτυρας τον οποίο ο ανακριτής ή ο μηνυτής προσάγει για απόδειξη τής ενοχής τού κατηγορουμένου» β. «κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασιν», Ισοκρ.)
2. επίκριση, κατάκριση, ψόγος (α. «άκουσα πολλές κατηγόριες για σένα» β. «κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων», Θουκ.)
3. στον πληθ. (φιλοσ.) οι κατηγορίες
οι πιο γενικές και θεμελιώδεις έννοιες που αποκρυσταλλώνουν όλες τις μορφές τής θεωρητικής σκέψεως και δεν επιδέχονται περαιτέρω ανάλυση σε στοιχειωδέστερες έννοιες
νεοελλ.
1. το σύνολο πολλών ομοιογενών όντων ή πραγμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και ανήκουν στην ίδια ταξινομική ομάδα (α. «το εστιατόριο είναι πρώτης κατηγορίας» β. «στην τάξη μας είχαμε τρεις κατηγορίες μαθητών: τους αμελείς, τους πολύ αμελείς και τους πάρα πολύ αμελείς»)
2. (νομ.) η διατύπωση σε δικόγραφο τού αδικήματος το οποίο αποδίδεται στον καλούμενο να δικαστεί
μσν.
1. μαρτυρία
2. φρ. «πέφτω εἰς κατηγορίαν» — εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι
αρχ.
1. το κατηγορούμενο ή αυτό που μπορεί να χρησιμεύει ως κατηγορούμενο
2. η προεξάρχουσα ιδιότητα η οποία αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι
3. (λογ.) βεβαίωση, ομολογία
4. (λογ.) καταφατική διαβεβαίωση
5. ένδειξη, απόδειξη, μαρτυρία
6. κεφάλαιο συγγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ. Η νεοελλ. σημ. «ομάδα ομοιογενών πραγμάτων ή όντων» ανάγεται σε εκείνην με την οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοτ. ως όρος τής λογικής
με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. category, γαλλ. categorie, γερμ. Kategorie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατηγορία — κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc/acc dual κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορίᾳ — κατηγορίαι , κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηγορίας — κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem acc pl κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορίαι — κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατελείς μύκητες — Κατηγορία μυκήτων που δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφοροποίηση. Η αναπαραγωγή σε αυτούς είναι βλαστητική και τα προϊόντα της είναι τα κονίδια ή σπόρια. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλά και σπουδαία, από οικονομική άποψη, γένη, όπως το πενικίλλι …   Dictionary of Greek

  • ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε …   Dictionary of Greek

  • μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με …   Dictionary of Greek

  • κατηγορίαν — κατηγορίᾱν , κατηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”